χιονομετρικός

χιονομετρικός
-ή, -ό, Ν [χιονομετρία]
(μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίονομετρία και στο χιονόμετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”